- ανελεήμονας
- οάσπλαχνος, σκληρός: Απέναντι σ' εκείνους που δυστυχούσαν ήταν ανελεήμονας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀνελεήμονας — ἀνελεήμων merciless masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανελεήμων — ἀνελεήμων, ον (Α) (κ. νεοελλ. ανελεήμονας, ανελέημονας) εκείνος που δεν ελεεί, άσπλαχνος, άπονος … Dictionary of Greek
Minuscule 460 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Minuscule 460 Text Acts of the Apostles, Catholic epistles, Pauline epistles Date 13th century Script … Wikipedia
σκοτεινός — ή, ό / σκοτεινός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που δεν φωτίζεται, που βρίσκεται στο σκοτάδι ή που έχει σκοτάδι (α. «ως πλόκαμοι μπορούν να μάς τραβήξουν τα κύματα στης θάλασσας τα σκοτεινά τα βάθη», Παλαμ. β. «νυκτὸς ἅρμ ἐπείγεται σκοτεινόν», Αισχύλ. γ.… … Dictionary of Greek